- παροψώνημα
- παρ-οψώνημα, τό, leckerhaftes Nebengericht; ἐμοὶ δ' ἐπήγαγεν εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χλιδῆς, eine Nebenfreude
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παροψώνημα — addition to the regular fare neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροψώνημα — τὸ, Α [παροψωνώ] πρόσθετο εκλεκτό έδεσμα … Dictionary of Greek
παρενθήκη — η, ΝΑ [παρεντίθημι] αυτό που παρεμβάλλεται ή προστίθεται σε κάτι άλλο από τα έξω, προσθήκη («τοιήνδε δὲ ἐξ αὐτῶν παρενθήκην ἐποιήσατο», Ηρόδ.) νεοελλ. ναυτ. βάρος πρόσθετο από άχρηστα πράγματα που φορτώνεται σε πλοίο ή βάρκα μόνο για να βοηθήσει… … Dictionary of Greek